- ζῳδάριον
- ζῳδάριονanimalculeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζωδάριον — ζῳδάριον, τό (Α) 1. (υποκορ. τού ζῴον) ζωάριο, ζωύφιο 2. ζώδιο, μικρή ζωγραφισμένη ή σκαλισμένη εικόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῴδιον (υποκορ. τού ζῴον) + κατάλ. υποκορ. αριον (πρβλ. βιβλι άριον, γλωσσ άριον)] … Dictionary of Greek
ζῳδαρίου — ζῳδάριον animalcule neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳδαρίων — ζῳδάριον animalcule neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳδαρίῳ — ζῳδάριον animalcule neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳδάρια — ζῳδάριον animalcule neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωδαρίδιον — ζῳδαρίδιον, τό (Α) 1. μικρή, λεπτή μορφή 2. αγαλμάτιο θεού που έχει κεφαλή ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῳδάριον + κατάλ. υποκορ. ίδιον (πρβλ. αγαλματ ίδιον, κορασ ίδιον). Η λ. ζῳδαρίδιον είναι υποκορ. τού ζῳδάριον, που με τη σειρά του είναι υποκορ. τού… … Dictionary of Greek